- οψοφαγώ
- ὀψοφαγῶ, -έω (Α) [οψοφάγος]1. τρώω χωρίς ψωμί φαγητά που τρώγονται συνήθως μαζὶ με ψωμί, είμαι λαίμαργος2. τρώω εκλεκτά φαγητά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψοφάγω — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc nom/voc/acc dual ὀψόφαγος one who eats delicacies masc gen sg (doric aeolic) ὀψοφάγος masc nom/voc/acc dual ὀψοφάγος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψοφάγῳ — ὀψόφαγος one who eats delicacies masc dat sg ὀψοφάγος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτοσιτώ — ἀρτοσιτῶ ( έω) (Α) 1. τρώγω σταρένιο ψωμί 2. τρέφομαι μόνο με άρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + σιτώ < σιτος < σίτος. Το ρ. αρτοσιτώ με τη σημασία «τρώω σίτινο άρτο» αντιτίθεται στο ρ. αλφιτοσιτώ* «τρώω άλφιτα, κριθαρένιο ψωμί», ενώ με τη σημασία … Dictionary of Greek
συνοψοφαγώ — έω, Α τρώω νόστιμα εδέσματα μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀψοφαγῶ «τρώω εκλεκτά φαγητά»] … Dictionary of Greek